- συστοίχως
- ΝΜΑ, και σύστοιχα Νεπίρρ. βλ. σύστοιχος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συστοίχως — σύστοιχος belonging to the same column adverbial σύστοιχος belonging to the same column masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύστοιχος — η, ο / σύστοιχος, ον, ΝΜΑ αυτός που βρίσκεται στην ίδια σειρά ή στην ίδια τάξη με κάποιον άλλο, παράλληλος, ομοταγής («πῡρ καὶ γῆν καὶ τὰ σύστοιχα τούτων», Αριστοτ.) νεοελλ. φρ. α) «σύστοιχοι πόδες» ή «σύστοιχα μέλη» (σχετικά με τετράποδα ή… … Dictionary of Greek